- ηπανίη
- ἠπανίῃἠπανίαto be in want: fem dat sg (epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἠπανίῃ — ἠπανία to be in want fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπανία — ἠπανία και ἠπανίη, ή (Α) σπανιότητα, έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπανώ (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησύχ. ηπανεί απορεί, σπανίζει, αμηχανεί). Η λ. συνδέεται με το πανία «πλησμονή», οπότε το αρχικό η είναι πιθ. στερητικό πρόθημα, προϊόν μετρικής έκτασης τού *α … Dictionary of Greek
φορβή — η, ΝΜΑ τροφή για ζώα, ιδίως κατοικίδια, νομή, ζωοτροφή νεοελλ. (ιδίως) τροφή ζώων σε ξηρή μορφή, όπως λ.χ. άχυρο, σανός κ.ά. μσν. αρχ. καύσιμη ύλη («φορβῆς ἠπανίῃ ψύχεται αὐτομάτως», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. τροφή αρπακτικών πουλιών 2. είδος τροφής για … Dictionary of Greek